κατασκευαστικοῦ

κατασκευαστικοῦ
κατασκευαστικός
fitted for providing
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αντοχή — Η δύναμη του υλικού σώματος να αντιστέκεται σε ενέργειες που μπορούν να αλλάξουν τη μορφή ή τη σύστασή του. α., διηλεκτρική. Η διηλεκτρική α. είναι η μέγιστη τιμή της διαφοράς δυναμικού (τάσης), η οποία μπορεί να εφαρμοστεί μεταξύ δύο αγωγών,… …   Dictionary of Greek

  • σχεδίαση — η, Ν 1. η ενέργεια τού σχεδιάζω, σχεδιογράφηση 2. απεικόνιση ενός αντικειμένου σε γενικές γραμμές χωρίς να δίνεται έμφαση στις λεπτομέρειες 3. φρ. α) «ηλεκτρονική σχεδίαση» τεχνολ. δημιουργία τεχνικών ή καλλιτεχνικών σχεδίων με τη βοήθεια… …   Dictionary of Greek

  • Βάξμαν, Κόνραντ — (Konrad Wachsmann, Βερολίνο 1901 – 1980). Γερμανός αρχιτέκτονας. Ακολούθησε καλλιτεχνικές σπουδές στο Βερολίνο, τις οποίες συνέχισε στη Ρώμη. Στις ΗΠΑ, όπου μετανάστευσε, συνεργάστηκε με τον Βάλτερ Γκρόπιους (1941 48). Από το 1950 δίδασκε στο… …   Dictionary of Greek

  • ικρίωμα ή σκαλωσιά — Πρόχειρη κατασκευή που χρησιμεύει στο να γίνει δυνατή η εργασία και η προσπέλαση των εργατών κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης ενός κατασκευαστικού έργου. Στο παρελθόν τα ι. κατασκευάζονταν μόνο από ξύλο, σήμερα όμως συναρμολογούνται από χάλυβα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”